παρεό

παρεό
το
άκλ. είδος λεπτού υφάσματος με μορφή μεγάλου μαντιλιού που τυλίγεται γύρω από τη μέση και φοριέται ως φούστα κατά τους θερινούς μήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pareo, από λέξη της γλώσσας της Ταϊτής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”